- αγριόμουτρο
- το1. άγριο πρόσωπο, άσχημη όψη2. άνθρωπος επικίνδυνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριόμουτρο — το άνθρωπος με άγρια όψη, βάρβαρος: Στο χωριό ήταν γνωστός ως αγριόμουτρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)